- θύσανος
- ο1. διακοσμητική φούντα συνήθως από νήματα: Θύσανος περικεφαλαίας.2. είδος λευκού σύννεφου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θύσανος — tassel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
θυσάνοις — θύσανος tassel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισι — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισιν — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνους — θύσανος tassel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνων — θύσανος tassel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνῳ — θύσανος tassel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανοι — θύσανος tassel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανον — θύσανος tassel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)